- ξενόφωνος
- η , ο [ος , ον ] см. ξενόγλωσσος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξενόφωνος — η, ο (Α ξενόφωνος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που μιλά με ξενική προφορά 2. ξενόγλωσσος αρχ. αυτός που μιλά ή ηχεί παράξενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό φωνος] … Dictionary of Greek
ξενόφωνον — ξενόφωνος speaking masc/fem acc sg ξενόφωνος speaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
ξενοφωνία — η (Α ξενοφωνία) [ξενόφωνος] νεοελλ. διαταραχή τής ομιλίας κατά την οποία παρατηρείται στη φωνή ξενική προφορά αρχ. παράξενη φωνή ή ομιλία … Dictionary of Greek
ξενοφωνώ — ξενοφωνῶ, έω (Α) [ξενόφωνος] 1. μιλώ ή ηχώ παράξενα 2. λέγω παράξενα, παράδοξα πράγματα 3. παθ. ξενοφωνοῡμαι, έομαι α) ακούω παράξενες φωνές («ταράττονται ξενοφωνούμενα», Κύριλλ.) β) καταπτοούμαι από παράδοξες εκφράσεις … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek